ανθοπόλεμος

From LSJ

τὸ τῶν γεωργῶν ὅσαι τε ἄλλαι τέχναι (Plato, Timaeus 17c10) → the class of farmers and other such crafts(men)

Source

Greek Monolingual

ο
πόλεμος με άνθη, στον οποίο οι αντίπαλοι ρίχνουν ο ένας στον άλλον λουλούδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθος + πόλεμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις].