ανθοσμίας

From LSJ

Σοφία γάρ ἐστι καὶ μαθεῖν, ὃ μὴ νοεῖς → Et discere id, quod nescias, aspienta est → Zu lernen fordert Weisheit auch, was du nicht weißt

Menander, Monostichoi, 481

Greek Monolingual

ἀνθοσμίας, ο (Α)
1. αυτός που ευωδιάζει σαν λουλούδι
2. (για το κρασί) μοσχάτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθος + οσμή].