ανθρακοποίηση

From LSJ

οὖς ἀκούει καὶ ὀφθαλμὸς ὁρᾷ κυρίου ἔργα καὶ ἀμφότερα → the hearing ear and the seeing eye; the Lord has made both of them

Source

Greek Monolingual

η
η μετατροπή ξύλου ή άλλης ζωικής ή φυτικής ύλης σε άνθρακα, το καρβούνιασμα.