ανθρωπάρεσκος

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀνθρωπάρεσκος, -ον)
ο άνθρωπος που με κάθε τρόπο φροντίζει να γίνεται αρεστός στους άλλους, κόλακας, ευτελής.