ανθρωπόχοιρος

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

ο
αυτός που έχει συνήθειες χοίρου, ο γουρουνάνθρωπος, ακάθαρτος, χυδαίος.