ανθώδης

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source

Greek Monolingual

-ες (Α ἀνθώδης)
1. γεμάτος λουλούδια
2. αυτός που μοιάζει με λουλούδι.