αντίχορδος

From LSJ

λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble

Source

Greek Monolingual

ἀντίχορδος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν συμφωνεί με κάποιον άλλο, ο αντίθετος.