ανταυγής
From LSJ
σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → sometimes silence is preferable to words (Menander)
Greek Monolingual
ἀνταυγής, -ές (Α)
αυτός που ανακλά φως, φεγγοβόλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντ(ι)- + -αυγής < αύγος, αυγή].
σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → sometimes silence is preferable to words (Menander)
ἀνταυγής, -ές (Α)
αυτός που ανακλά φως, φεγγοβόλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντ(ι)- + -αυγής < αύγος, αυγή].