ανταυγής

From LSJ

οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)

Source

Greek Monolingual

ἀνταυγής, -ές (Α)
αυτός που ανακλά φως, φεγγοβόλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντ(ι)- + -αυγής < αύγος, αυγή].