ανταυγής

From LSJ

ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)

Source

Greek Monolingual

ἀνταυγής, -ές (Α)
αυτός που ανακλά φως, φεγγοβόλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντ(ι)- + -αυγής < αύγος, αυγή].