αντεφίστημι

From LSJ

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source

Greek Monolingual

ἀντεφίστημι (Α)
αναδεικνύω κάποιον σ' ένα αξίωμα για ν' αντιμετωπίσω κάποιον άλλο.