αναδεικνύω
From LSJ
εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)
Greek Monolingual
(Α ἀναδεικνύω και ἀναδείκνυμι, Ν και αναδείχνω)
εκλέγω σε αξίωμα, ανακηρύσσω, αναγορεύω
νεοελλ.
1. κάνω κάποιον ή κάτι σπουδαίο, εξυψώνω, προάγω, προβάλλω
2. μέσ. επιτυγχάνω σε κάποια επίδοση, προοδεύω, ευδοκιμώ, διακρίνομαι
αρχ.
1. ανυψώνω και δείχνω κάτι, εκθέτω, εμφανίζω, επιδεικνύω
2. αφιερώνω
3. φρ. «ἀναδείκνυμι ἀσπίδα», κρατώ ψηλά την ασπίδα σαν σινιάλο «ἀναδείκνυμι πύλας», ανοίγω διάπλατα τις πύλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + δεικνύω, δείκνυμι.
ΠΑΡ. ανάδειξη (-ις)].