αντιθήγω

From LSJ

ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one

Source

Greek Monolingual

ἀντιθήγω (Α)
ακονίζω κι εγώ τα δόντια μου εναντίον αυτού που ακονίζει τα δικά του εναντίον μου.