αντιληπτικότητα

From LSJ

ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime

Source

Greek Monolingual

η
η ικανότητα του να αντιλαμβάνεται κανείς, να καταλαβαίνει εύκολα και γρήγορα.