αντιμέτωπος

From LSJ

πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀπολοῦνται → all they that take the sword shall perish with the sword

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀντιμέτωπος, -ον)
1. αυτός που βρίσκεται πρόσωπο με πρόσωπο με κάποιον
2. αντίπαλος.