αντιμετάθεση

From LSJ

χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀντιμετάθεσις)
αμοιβαία μετάθεση, ανταλλαγή θέσεων
νεοελλ.
βλ. αντιμεταχώρηση.