αντιφάρμακο

From LSJ

εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων → blessed is our God always, now and ever, and to the ages of ages

Source

Greek Monolingual

το (Α ἀντιφάρμακον)
φάρμακο για την εξουδετέρωση δηλητηρίου, αντίδοτο
νεοελλ.
αυτό που μπορεί να εξουδετερώσει κάποιο κακό.