αντίδοτο Search Google

From LSJ

Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund

Menander, Monostichoi, 558

Greek Monolingual

το (Α ἀντίδοτος, -ον)
αντίδοτο (το θηλ. και το ουδ. στην Αρχ. ως ουσ.) ουσία που εξουδετερώνει ένα δηλητήριο
μσν.
αυτός που δίνεται ως αντάλλαγμα·