αντρικός

From LSJ

Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr

Menander, Monostichoi, 559

Greek Monolingual

(I)
-ή, -ό
βλ. ανδρικός.
(II)
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή έχει σχέση με το πυλωρικό άντρο.