ανυφαίνω

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451

Greek Monolingual

ἀνυφαίνω (Α)
υφαίνω κάτι εκ νέου, ανανεώνω παλιό ή φθαρμένο ένδυμα.