ἀνυφαίνω
English (LSJ)
weave anew, ἀ. τὸ ἀνατριβόμενον renew that which wears out, Pl.Phd. 87d, cf. Olymp.Vit.Pl.p.3W., in Alc.p.198C.
Spanish (DGE)
retejer, zurcir ἡ ψυχὴ ἀεὶ τὸ κατατριβόμενον ἀνυφαίνοι Pl.Phd.87d, τὰ διερρωγότα ἱμάτια Olymp.in Alc.2.108, fig. τὸ λεῖπον Olymp.in Alc.198.9.
German (Pape)
[Seite 267] von neuem weben, Plat. Phaed. 87 d.
French (Bailly abrégé)
tisser de nouveau.
Étymologie: ἀνά, ὑφαίνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνῠφαίνω: ткать заново (τὸ κατατριβόμενον, sc. ὕφασμα Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνῠφαίνω: ἐκ νέου ὑφαίνω, ἀν. τὸ ἀνατριβόμενον, ἀνανεώνω τὸ παλαιωθὲν ἔνδυμα, Πλάτ. Φαίδων 87Ε. Τὰ οὐσιαστ. ἀνύφανσις, ἡ, Achmes Ὀνειρ. 231· ἀνυφάντης, ὁ, «ὑφάντης καὶ ἀνυφάντης» Σουΐδ.· θηλ. ἀνυφάντρια, Εὐστ. 1764. 60.
Greek Monolingual
ἀνυφαίνω (Α)
υφαίνω κάτι εκ νέου, ανανεώνω παλιό ή φθαρμένο ένδυμα.
Greek Monotonic
ἀνῠφαίνω: μέλ. -ᾰνῶ, υφαίνω εκ νέου, ανανεώνω, σε Πλάτ.