αξιοπρέπεια
From LSJ
πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once
Greek Monolingual
η (Μ ἀξιοπρέπεια)
ευγένεια ήθους, ευπρεπής συμπεριφορά.
πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once
η (Μ ἀξιοπρέπεια)
ευγένεια ήθους, ευπρεπής συμπεριφορά.