αξιόμαχος

From LSJ

Ὁ πολὺς ἄκρατος ὀλίγ' ἀναγκάζει φρονεῖν → Multum meracum pauca sapere nos facit → Nur wenig denken lässt viel ungemischter Wein

Menander, Monostichoi, 420

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀξιόμαχος, -ον)
ικανός για μάχη, επαρκής κατά τη δύναμη ή τον αριθμό ώστε να αντιμετωπίσει με επιτυχία τον αντίπαλο.