αξύριστος
From LSJ
Ὁ δ' ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπῳ → The unexamined life is not worth living
Greek Monolingual
-η, -ο (κ. αξούριστος)
αυτός που δεν ξυρίστηκε.
Ὁ δ' ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπῳ → The unexamined life is not worth living
-η, -ο (κ. αξούριστος)
αυτός που δεν ξυρίστηκε.