απαρύω

From LSJ

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source

Greek Monolingual

ἀπαρύω κ. ἀπαρύτω (Α) [[[αρύω]] (-τω)]
1. αποσύρω, αφαιρώ
2. μτφ. α) αφαιρώ τη δύναμη κάποιου
β) εξαντλώ.