πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
ἀπαρύω κ. ἀπαρύτω (Α) [[[αρύω]] (-τω)]1. αποσύρω, αφαιρώ2. μτφ. α) αφαιρώ τη δύναμη κάποιουβ) εξαντλώ.