ὁ φίλος ἐστὶν ἄλλος αὐτός → the friend is another self
(-έω)είμαι απείθαρχος, απειθώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + πειθαρχώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].