απειροπόλεμος

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπειροπόλεμος, -ον)
χωρίς πολεμική πείρα
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀπειροπόλεμον
η έλλειψη πολεμικής πείρας.