απελεύθερος

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234

Greek Monolingual

ἀπελεύθερος, -ον κ. -ος, -α, -ον (AM)
ο δούλος που αποκτά την ελευθερία του, ο χειραφετημένος δούλος.