αποβλάπτω
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
Greek Monolingual
ἀποβλάπτω (Α)
1. καταστρέφω εντελώς
2. (-ομαι) στερούμαι, χάνω κάτι.
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
ἀποβλάπτω (Α)
1. καταστρέφω εντελώς
2. (-ομαι) στερούμαι, χάνω κάτι.