αποικίζω

From LSJ

μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own

Source

Greek Monolingual

(AM ἀποικίζω) οικίζω
αποστέλλω αποίκους, δημιουργώ αποικία
μσν.
στέλνω κάποιον στον άλλο κόσμο, θανατώνω
αρχ.
1. μεταναστεύω
2. απομακρύνομαι από κάποιον
3. αποδιώχνω.