αποκαίω

From LSJ

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541

Greek Monolingual

(AM ἀποκαίω, Α κ. -άω)
1. καίω κάτι εντελώς, κατακαίω
2. (-ομαι) (για φυτά) καταστρέφομαι από την παγωνιά
αρχ.
ιατρ. καυτηριάζω.