Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αποκαρδιώνω

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11

Greek Monolingual

κ. -καρδίζω
1. κάνω κάποιον να χάσει το θάρρος του, αποθαρρύνω
2. διαψεύδω τις ελπίδες κάποιου, τον απογοητεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + καρδιώνω «εμψυχώνω, δίνω θάρρος». Η λ. μαρτυρείται από το 1834 στον Γεώργιο Θεοχαρόπουλο].