αποκαρδιώνω
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
Greek Monolingual
κ. -καρδίζω
1. κάνω κάποιον να χάσει το θάρρος του, αποθαρρύνω
2. διαψεύδω τις ελπίδες κάποιου, τον απογοητεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + καρδιώνω «εμψυχώνω, δίνω θάρρος». Η λ. μαρτυρείται από το 1834 στον Γεώργιο Θεοχαρόπουλο].