αποκαταστατικός
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀποκαταστατικός, -ή, -όν)
1. ο σχετικός με την αποκατάσταση
2. αστρον. αυτός που επανεμφανίζεται περιοδικά στον ουρανό.