αποκροτώ

From LSJ

οὐδ' ἄν Χρόνος ὁ πάντων πατήρ δύναιτο θέμεν ἔργων τέλος → not even Time, the father of all, could undo their outcome

Source

Greek Monolingual

ἀποκροτῶ (-έω) (Α)
κροτώ με τον αντίχειρα και τον μέσο, κάνω στράκες.