αποπαίρνω

From LSJ

Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht

Menander, Monostichoi, 396

Greek Monolingual

επιτιμώ αυστηρά, συμπεριφέρομαι με σκαιότητα σε κάποιον («μην τ' αποπαίρνεις το παιδί, δεν φταίει»).