αποπαίρνω
From LSJ
Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht
Greek Monolingual
επιτιμώ αυστηρά, συμπεριφέρομαι με σκαιότητα σε κάποιον («μην τ' αποπαίρνεις το παιδί, δεν φταίει»).