Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σκαιότητα

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek Monolingual

η / σκαιότης, -ητος, ΝΑ σκαιός
η ιδιότητα του σκαιού, τραχύτητα, βαναυσότητα (α. «τον έδιωξε με σκαιότητα» β. «σκαιότης τρόπου», Αλκίφρ.)
αρχ.
αδεξιότητα, ανεπιτηδειότητα, απαιδευσία, αμάθεια («πολέμους ἵστασθαι ὑπό τε ἀγνωμοσύνης καὶ σκαιότητος», Ηρόδ.).