σκαιότητα
From LSJ
ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small
Greek Monolingual
η / σκαιότης, -ητος, ΝΑ σκαιός
η ιδιότητα του σκαιού, τραχύτητα, βαναυσότητα (α. «τον έδιωξε με σκαιότητα» β. «σκαιότης τρόπου», Αλκίφρ.)
αρχ.
αδεξιότητα, ανεπιτηδειότητα, απαιδευσία, αμάθεια («πολέμους ἵστασθαι ὑπό τε ἀγνωμοσύνης καὶ σκαιότητος», Ηρόδ.).