επιτιμώ

From LSJ

πεινῶσαν ἀλώπεκα ὕπνος ἐπέρχεται → sleep allows one to go without food

Source

Greek Monolingual

(AM ἐπιτιμῶ, -άω, ιων. τ. ἐπιτιμέω) τιμώ επιπλήττω, κατακρίνω, ελέγχω, κατηγορώ, μαλώνω («τον επιτίμησε για την αμέλειά του»)
αρχ.-μσν.
επιβάλλω ποινή, τιμωρώ («τοῖς μέν ἐξάρνοις ἐπετιμήσατε», Αισχίν.)
αρχ.
1. ορίζω την τιμή, εκτιμώ
2. σέβομαι, τιμώ, εκτιμώ
(«τον άδελφεόν... ἐπιτιμέων», Ηρόδ.)
3. αυξάνω την τιμή ενός εμπορεύματος, ακριβαίνω, υπερτιμώ
4. (για δικαστές) αναγνωρίζω ή επιβεβαιώνω και πάλι ποινή που επιβλήθηκε σε κάποιον.