αποστραβώνω
From LSJ
τοῖς οἰκείοις συκοφαντίαν δέδωκεν → has given to his friends an opportunity for chicane, has offered to his friends the right of vindictive prosecution
Greek Monolingual
1. (για πράγματα) καθιστώ κάτι πιο στραβό από ό,τι ήταν πριν
2. (για ανθρώπους) καθιστώ κάποιον εντελώς τυφλό, αποτυφλώνω.