αποτραβώ

From LSJ

Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλοςFelix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund

Menander, Monostichoi, 502

Greek Monolingual

(-άω)
1. απομακρύνω κάποιον ή κάτι
2. αποτραβιέμαι
απομακρύνομαι από κάποιον ή κάτι
3. απομονώνομαι, αποσύρομαι.