απουρώ
From LSJ
Γαμεῖν ὁ μέλλων εἰς μετάνοιαν ἔρχεται → Ad paenitendum properat, qui uxorem accipit → Der Heiratswillige kommt zur Sinnesänderung
Γαμεῖν ὁ μέλλων εἰς μετάνοιαν ἔρχεται → Ad paenitendum properat, qui uxorem accipit → Der Heiratswillige kommt zur Sinnesänderung
(I)
ἀπουρῶ (-έω) (Α)
αποβάλλω κατά την ούρηση.
(II)
ἀπουρῶ (-όω) (Α) ούρος
έχω αντίθετο άνεμο, όχι ούριο.