απουρώ

From LSJ

Γαμεῖν ὁ μέλλων εἰς μετάνοιαν ἔρχεται → Ad paenitendum properat, qui uxorem accipit → Der Heiratswillige kommt zur Sinnesänderung

Menander, Monostichoi, 91

Greek Monolingual

(I)
ἀπουρῶ (-έω) (Α)
αποβάλλω κατά την ούρηση.
(II)
ἀπουρῶ (-όω) (Α) ούρος
έχω αντίθετο άνεμο, όχι ούριο.