απουρώ

From LSJ

ἐπὶ πολλῆς ἡσυχίας καὶ ἠρεμίας ὑμῶν → leaving you entirely at rest

Source

Greek Monolingual

(I)
ἀπουρῶ (-έω) (Α)
αποβάλλω κατά την ούρηση.
(II)
ἀπουρῶ (-όω) (Α) ούρος
έχω αντίθετο άνεμο, όχι ούριο.