απρόσκεπτος
From LSJ
ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
Greek Monolingual
ἀπρόσκεπτος, -ον (Α) προσκοπώ
1. αυτός για τον οποίο δεν έχει γίνει προηγούμενη σκέψη, απρόβλεπτος
2. μη προνοητικός, απερίσκεπτος.