απόδειπνο

From LSJ

αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασιautomatically do the noble go to the feasts of the noble

Source

Greek Monolingual

το κ. -πνος, ο (AM ἀπόδειπνον, Μ κ. -δείπνιον)
η ακολουθία που ψάλλεται μετά το δείπνο
μσν.- νεοελλ.
ο χρόνος μετά το δείπνο.