απόμακρος

From LSJ

εἴς μ' ὁρεῦσα καρκίνου μέζον → looking at me with saucer-eyes

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
Ι. μακρινός, απομακρυσμένος
II. επίρρ. απόμακρα
1. από μακριά, από μεγάλη απόσταση
2. μακριά, σε μεγάλη απόσταση
3. με υπονοούμενα, με υπαινιγμούς.