απόξενος

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπόξενος, -ον)
μσν.- νεοελλ.
αυτός που είναι από ξένο μέρος
νεοελλ.
εντελώς ξένοςξένος κι απόξενος»)
αρχ.
1. αδιάφορος προς τους ξένους, αφιλόξενος
2. αυτός που βρίσκεται μακριά από κάποιον, αποδιωγμένος.