απόπλους

From LSJ

ἔκδοτον σεαυτὴν τῷ σύροντι ποταμῷ τῶν πραγμάτων ἐᾶσαι → abandon yourself to the eddying flow of events

Source

Greek Monolingual

ο (AM ἀπόπλους, Α κ. -πλοος)
αναχώρηση διά θαλάσσης
αρχ.
επάνοδος στην πατρίδα διά θαλάσσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + πλους, συνηρημ. τ. του πλόος «θαλασσινό ταξίδι»].