αρίθμιος

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source

Greek Monolingual

ἀρίθμιος, -α, -ον (Α) αριθμός
1. ο αριθμητικός
2. κατ' αριθμό
3. ο αριθμός που προσδιορίζει κάτι
4. αυτός που υπολογίζεται, που λαμβάνεται υπ' όψιν.