αραιόφθαλμος

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source

Greek Monolingual

ἀραιόφθαλμος, -ον (Μ)
(για κλήμα) αυτός που έχει αραιούς οφθαλμούς ή μπουμπούκια.