αραμπάς

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source

Greek Monolingual

ο
άμαξα, κάρρο που το σέρνουν βόδια ή άλογα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. araba].