ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα → Greek meets Greek | with the fox, be a fox
ἀργυρίζω (AM) άργυροςμσν.έχω το χρώμα του αργύρου, ασημένιοςαρχ.(-ομαι) παίρνω χρήματα με εκβιασμό ή γενικά με ανέντιμο τρόπο.