αργυροειδής

From LSJ

οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen

Source

Greek Monolingual

ἀργυροειδής (-οῦς), -ές (Α)
αυτός που μοιάζει με άργυρο, που έχει χρώμα ασημένιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + (κατάλ.) -ειδής < είδος «μορφή, σχήμα»].