οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen
ἀργυροειδής (-οῦς), -ές (Α)αυτός που μοιάζει με άργυρο, που έχει χρώμα ασημένιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + (κατάλ.) -ειδής < είδος «μορφή, σχήμα»].